- εσθιομένη
- η1. ψευδονεοπλασματική φλεγμονώδης εξεργασία2. φρ. «εσθιομένη τού αιδοίου» — πάθηση τού γυναικείου αιδοίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο < αγγλ. esthiomene < νεολατιν. esthiomenus < εσθιόμενος (μτχ. μεσ. και παθ. ενεστ. τού εσθίω*)].
Dictionary of Greek. 2013.